πασχίζω — και πασκίζω, πάσχισα και πάσκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πασχίζω — βλ. πασκίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασκίζω — πασχίζω και πασκίζω, πάσχισα και πάσκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek
γεωμαχώ — γεωμαχῶ ( έω) (Μ) καλλιεργώ τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + μαχώ < μαχος < μάχομαι «καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να καταφέρω κάτι, πασχίζω»] … Dictionary of Greek
γλίχομαι — (AM) επιθυμώ πολύ αρχ. 1. επιμένω σε κάτι 2. μοχθώ, πασχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *gli (με παρέκταση σε χ ) μηδενισμένη βαθμίδα τού *glei «κολλώ, αλείφω», που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gel «συμπυκνούμαι»] … Dictionary of Greek
κατεπιτηδεύω — (Α) (ενεργ και μέσ.) 1. επεξεργάζομαι, διακοσμώ με υπερβολική τέχνη, με επιμέλεια 2. πασχίζω, μοχθώ, αγωνίζομαι, κοπιάζω για κάτι. επιμελούμαι, φροντίζω»] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μετασυμπασχίζω — (Μ) συμπάσχω, συμπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συμ πασχίζω «συμπάσχω»] … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek